- μολύνσεως
- μολύνσεω̆ς , μόλυνσιςdefilementfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουρητηρίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή ουρητήρα ως συνέπεια τραυματισμού ή μολύνσεως … Dictionary of Greek